ακόμη  μιά  φορά

ακόμη  μιά  φορά
уште  еднаш

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • προσνεανιεύομαι — Α (αποθ.) 1. καυχώμαι ακόμη μια φορά με νεανική κομπορρημοσύνη 2. δίνω για μια ακόμη φορά τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νεανιεύομαι «συμπεριφέρομαι με τρόπο αλαζονικό, δίνω τολμηρές υποσχέσεις»] …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • προσπαρατρώγω — Α 1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια 2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τόν εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα… …   Dictionary of Greek

  • προσπεριβάλλω — Α·1. (σχετικά με επίδεσμο) περιτυλίγω επιπροσθέτως 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (σχετικά με οχυρωματικά ή παρόμοια έργα) οικοδομώ, κτίζω επιπροσθέτως γύρω από κάτι («τὸ περιτείχισμα..., ὅ προσπεριέβαλε τῇ πόλει», Θουκ.) 3. μτφ. καλύπτω κάτι επί… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοιδα — Α (παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.) 1. γνωρίζω και κάτι ακόμη 2. φρ. «χάριν προσειδέναι» είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἶδα «γνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”